χειροφιλητής

χειροφιλητής
ο, Ν
ειρων. αυτός που φιλάει συχνά τα χέρια άλλων για να δείξει τάχα σεβασμό ή ευγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + φιλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειροφιλητής — ο αυτός που φιλάει το χέρι κάποιου για να του εκδηλώσει το σεβασμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”